Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κουμπάσο — το βλ. κομπάσο … Dictionary of Greek
κομπάσο — και κουμπάσο, το (Μ κομπάσο και κομπάσσο) κοινή ονομασία τού διαβήτη και τού διαστημομέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. compasso] … Dictionary of Greek